- υπομαλάσσω
- και αττ. τ. ὑπομαλάττω, ΜΑ [μαλάσσω]μσν.μτφ. αμβλύνω την τραχύτητα ή τον πόνο που προξενεί ένα πράγμα («ὑπομαλάττει τὸ τῆς τυραννίδος ἀτίθασον», Θεοφύλ. Σ.)·|| αρχ.1. μαλάσσω ελαφρώς, κάπως («ὑπεμάλαττον [τὸ φύλλον] τοῑς δακτύλοις», Αρισταίν.)2. παθ. ὑπομαλάσσομαιμτφ. (για πρόσ.) λυγίζω στις παρακλήσεις κάποιου, μαλακώνω3. φρ. «ὑπομαλάττω τὴν κοιλίαν» — προξενώ ευκοιλιότητα (Διοσκ.).
Dictionary of Greek. 2013.